αλκοολική ζύμωση

αλκοολική ζύμωση
Αναερόβια ζύμωση, που προέρχεται από σειρά χημικών αντιδράσεων με τελικά προϊόντα διοξείδιο του άνθρακα και αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • Παστέρ, Λουί — (Pasteur, Louis, Ντολ, Ιούρας 1822 – Βιλνέβ, λ’ Ετάν Σεν ε Ουάζ 1895). Γάλλος βιολόγος και χημικός. Γιος μικροβιοτέχνη βυρσοδεψίας, εκδήλωσε από παιδί μεγάλη κλίση στο σχέδιο και στη ζωγραφική, αλλά σε ηλικία 19 ετών αποφάσισε να επιδοθεί… …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν …   Dictionary of Greek

  • γλυκερίνη — Αλειφατική οργανική ένωση, του τύπου CH2OH CHOH CH2OH (επιστημονική ονομασία: 1,2,3 προπανοτριόλη), που ανήκει στην ομάδα των πολυσθενών αλκοολών. Η γ. είναι ευρύτατα διαδεδομένη στη φύση ως συστατικό μόριο, σε όλα τα ζωικά και φυτικά λίπη. Την… …   Dictionary of Greek

  • οινολογία — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις μεθόδους παραγωγής, βελτίωσης και διατήρησης των κρασιών. Από το ένα μέρος πραγματεύεται τις φροντίδες που πρέπει να καταβάλλονται προς την πρώτη ύλη, το σταφύλι, κατά τις διαδοχικές φάσεις της ωρίμασης και του …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

  • Όιλερ-Κέλπιν, Χανς Καρλ φον- — (Hans Karl von Euler Chelpin, Άουγκσμπουργκ 1873 – Στοκχόλμη 1964). Γερμανός χημικός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και στο Ινστιτούτο Παστέρ στο Παρίσι. Το 1898 έγινε καθηγητής της οργανικής χημείας στο πανεπιστήμιο της …   Dictionary of Greek

  • γλυκογόνο — Υδρογονάνθρακας αποταμιευτικός που βρίσκεται στους ζωικούς οργανισμούς. Όπως το άμυλο, το γ. είναι ένας πολυσακχαρίτης που σχηματίζεται με απλή ένωση μονάδων γλυκόζης, αλλά οι δύο αυτές ουσίες διαφέρουν κατά τη φυσική δομή του μορίου τους. Το… …   Dictionary of Greek

  • ζυμομύκητας — ο ονομασία μυκήτων που έχουν την ιδιότητα να προκαλούν αλκοολική ζύμωση μέσα σε σακχαρούχα υγρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζύμη + μύκητας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”